αγύμναστο

αγύμναστο
antremansız, talimsiz

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… …   Dictionary of Greek

  • αγύμναστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ασκηθεί σωματικά: Το σώμα του φαίνεται που είναι αγύμναστο. 2. έφεδρος που δεν έχει εκπαιδευτεί στρατιωτικά: Κλήθηκαν για εκγύμναση οι αγύμναστοι δύο κλάσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”